παρακάλυμμα

παρακάλυμμα
τὸ, Α [παρακαλύπτω]
1. καθετί που αναρτάται μπροστά ή δίπλα σε κάτι για να τό καλύπτει, παραπέτασμα
2. μτφ. α) οτιδήποτε έχει τη δύναμη να καλύπτει μια κατάσταση, συν. άσχημη («πλοῡτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν», Αντιφάν.)
β) πρόφαση, πρόσχημα («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακάλυμμα — anything hung up beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλυμμάτων — παρακάλυμμα anything hung up beside neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλύμματα — παρακάλυμμα anything hung up beside neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλύμματι — παρακάλυμμα anything hung up beside neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλύμματος — παρακάλυμμα anything hung up beside neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκέπασμα — ατος, τὸ, Α πλάγιο σκέπασμα, παρακάλυμμα, παραπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκέπασμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”