- παρακάλυμμα
- τὸ, Α [παρακαλύπτω]1. καθετί που αναρτάται μπροστά ή δίπλα σε κάτι για να τό καλύπτει, παραπέτασμα2. μτφ. α) οτιδήποτε έχει τη δύναμη να καλύπτει μια κατάσταση, συν. άσχημη («πλοῡτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν», Αντιφάν.)β) πρόφαση, πρόσχημα («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.